Τα ετερώνυμα έλκονται;

P1020276
Περπατούσε μόνος του. Στους δρόμους της Αθήνας. Ήταν μια κινούμενη φιγούρα στο αχανές γκρίζο της πόλης. Πήγαινε όπως πάντα βιαστικά. Δεν είχε χρόνο να σπαταλήσει στο ασπρόμαυρο τοπίο, το βλέμμα του δεν τον άφηνε να ξεκουραστεί στις βρώμικες γωνίες, στα απελπισμένα βλέμματα των γύρω, στην αποξένωση, τον φόβο και την μοναξιά. Ήταν μόνος. Τα έβλεπε όλα, με τα μάτια της φαντασίας του, μουντά, άχρωμα.
Τα λόγια της ήχησαν στα αυτιά του ξανά. «Δεν αγχώνεσαι;». Γέλασε κυνικά. Ξανά. Δεν θα γινόταν μια μικρή κουκίδα άγχους, όχι. Μα μέσα του ένιωθε αυτήν την άγνωστη αίσθηση να τον κατατρώει. Ήταν μια μικρή κουκίδα στο πέλαγο της απελπισίας. Αλλά δεν το αντιλαμβανόταν, δεν το συνειδητοποιούσε. Κλεισμένος στον κόσμο του, ισχυριζόταν ότι όλοι οι άλλοι είχαν πρόβλημα, δεν έβλεπε ότι αυτός ήταν ασπρόμαυρος και σκυφτός, βιαστικός και απελπισμένος. Τόσο απελπισμένος που δεν σκεφτόταν καν να απολαύσει αυτήν την κατάσταση που λέγεται ζωή. Το είχε από καιρό πια ξεχάσει. Ούτε την βροχή που άρχισε να ρίχνει τις σταγόνες της στο πεζοδρόμιο πρόσεξε. Έτρωγε μπισκότα και συνέχιζε να βαδίζει σκυφτός. Για τον άγνωστο προορισμό του. Είδε δίπλα του κάποιον να προστατεύεται από την μπόρα με μια εφημερίδα και αναρωτήθηκε, «Πού νομίζει ότι βρίσκεται, στην Νέα Υόρκη;», αυτός και η πίκρα του, ένα δίδυμο που διώχνει μακρυά ακόμη και το ουράνιο τόξο. Μα την έφερε στο νου του και χαμογέλασε. Τι να κάνει, άραγε;
apelpisia__.jpgΣε μια άλλη γειτονιά της πόλης, εκείνη τον σκεφτόταν. Δεν αγχώνεται για τίποτα, δεν αγωνιά, πρέπει να είναι ιδιαίτερα δυνατός χαρακτήρας, έλεγε. Ένιωθε χαρούμενη που τον συνάντησε. Το ότι ήταν λιγομίλητος, την έκανε να υποθέτει ότι έχει πολύ ενδιαφέρον, μα κρύβεται πίσω από το μυστήριο. Ήθελε να τον γνωρίσει καλύτερα, να ξεκλειδώσει τα μυστικά του και να τον μάθει. Της άρεσαν οι διαφορετικοί άνθρωποι. Αποφάσισε να πάει για τρέξιμο. Να αναπνεύσει καθαρό αέρα, να αφήσει τις σκέψεις της και να ακούει μόνο τον παλμό της καρδιάς και τις ανάσες της. Λίγα λεπτά αφού είχε βγει έξω άρχισε η βροχή. Ήταν ενθουσιασμένη, η γη χρειάζεται νερό, σκέφτηκε. Άλλωστε, εκείνη δεν θα πήγαινε μακρυά και μετά την περίμενε ένα ζεστό μπάνιο. Ανυπομονούσε να δει το ουράνιο τόξο. Μα ως τότε απολάμβανε τα χρώματα του ουρανού που σκοτεινιάζει και του πράσινου στο χώμα.

Δυο διαφορετικοί άνθρωποι συναντήθηκαν. Άραγε θα έρθουν κοντά; Πόσο οι διαφορές ενώνουν και πόσο απομακρύνουν; Θα του μεταδώσει τον ενθουσιασμό της για τη ζωή ή θα επηρεαστεί από τον δικό του αυστηρό τρόπο σκέψης; Η ζωή έχει πολλά πιθανά σενάρια που κρίνονται βάσει του χρόνου. Και των επιλογών!